κορυφαίος

κορυφαίος
-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή.
2. ο ανώτατος όλων: Ήταν επιστήμονας από τους κορυφαίους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κορυφαῖος — head man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφαῖος — head man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… …   Dictionary of Greek

  • Κορυφαιοτάτων — Κορυφαῖος head man fem gen superl pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιότατα — Κορυφαῖος head man adverbial superl Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιότατον — Κορυφαῖος head man masc acc superl sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαῖον — Κορυφαῖος head man masc acc sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαίω — Κορυφαῖος head man masc/neut nom/voc/acc dual Κορυφαῖος head man masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαίων — Κορυφαῖος head man fem gen pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιοτάτη — Κορυφαῖος head man fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”